Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Σύμβολο τής Πίστεως

  • 1 σύμβολο

    σύμβολο το
    1) символ – условный знак, выражающий целое понятие;
    2) Σύμβολο τής Πίστεως — Символ Веры – кратко изложенное учение о том, во что должен веровать христианин. Символом веры Православной Церкви служит Никео-Цареградский Сивол веры, составленный в первой его половине на Никейском Вселенском Соборе (325 г.), во второй – на Константинопольском Вселенском Соборе (381 г.), где оба Символа веры были соединены воедино. Признание и громкое чтение этого Символа Веры при крещении каждого взрослого требуется непременно. Только за крещаемых младенцев Символ Веры читает воспреемник, см. πιστεύω
    Этим.
    < дргр. σύμβολον «знак, сигнал»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > σύμβολο

  • 2 φως

    φως το
    1) свет, освещение, огонь;
    2) свет, сияние;
    3) зрение;
    4) евангельское учение, просвещающее разум человека:

    ει παθήτος ο Χριστός ει πρώτος εξ αναστάσεως νεκρών φως μέλλει καταγγέλλειν τω τε λαώ και τοις έθνεσιν (Πραξ. 26, 23) — Христос имел пострадать и, восстав первый из мертвых, возвестить свет народу (Иудейскому) и язычникам (Деян. 26, 23);

    5) так называют Бога Отца, Бога Сына и, в целом, Святую Троицу:

    φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού (Σύμβολο τής Πίστεως) — Света от Света, Бога истинна от Бога истинна (Символ веры);

    ως το φως έχετε, πιστεύετε εις το φως, ίνα υιοί φωτός γένησθε (Ιωάν. 12, 36) — Доколе свет с вами, веруйте в свет, да будете сынами света (Ин. 12, 36) ;

    ΦΡ.
    άγιο φως το — благодатный огонь, который сходит у Гроба Господня в полдень Страстной Субботы
    Φως ιλαρόν το — Свете Тихий – церковный гимн, пение которого входит в чинопоследование вечерни
    Этим.
    < дргр. φως / φάος «свет» < bhe-w < инд. bha «свет, сияние», сравните с санскр. bha-ti «свет», bhas-ati «сияет»*

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > φως

См. также в других словарях:

  • σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Σύμβολο πίστεως — Ένα από τα γραφτά μνημεία στα οποία στηρίζεται η ιερή παράδοση της χριστιανικής Εκκλησίας. Αποτελείται από 12 άρθρα. Το «Σ.π.» ονομάζεται και «σύμβολο Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως», γιατί τα 7 πρώτα άρθρα του θεσπίστηκαν στην A’ Οικουμενική Σύνοδο …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Símbolo niceno — Imagen alegórica del Primer Concilio de Nicea. El símbolo niceno o símbolo de la fe es una declaración dogmática de los contenidos de la fe cristiana promulgada en el Concilio de Nicea I (325). El objeto del credo niceno fue consensuar una… …   Wikipedia Español

  • Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»